υποστύλωση

υποστύλωση
[-ις (-εως)] η подпирание, укрепление столбами; поддержка колоннами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υποστύλωση" в других словарях:

  • υποστύλωση — η / ὑποστύλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ὑποστυλῶ / ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποστυλώνω …   Dictionary of Greek

  • υποστύλωση — η υποστήριξη με στύλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στύλωμα — το, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση νεοελλ. μτφ. ενδυνάμωση …   Dictionary of Greek

  • στύλωση — η / στύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στυλῶ, ώνω] στήριξη με τη χρήση στύλων, στύλωμα, υποστύλωση …   Dictionary of Greek

  • υποστύλωμα — το / ὑποστύλωμα, ώματος, ΝΜΑ [ὑποστυλῶ/ ώνω] στύλος που τίθεται κάτω από κάτι ως υποστήριγμα, υποστάτης νεοελλ. υποστύλωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»